-
1 молочный
επ.1. γαλακτοφόρος•молочный скот γαλακτοφόρα ζώα.
|| γαλακτερός, πολυγάλακτος.2. γαλακτοπαραγωγικός•-ая промышленность γαλακτοβιομηχανία.
|| του γάλατος•молочный магазин γαλακτοπωλείο, γαλατάδικο.
3. μικρός, βυζανιάρικος, αξέκοπος•молочный ягнёнок αρνάκι του γάλακτος•
молочный телёнок μοσχαράκι του γάλακτος.
4. από γάλα•-ые продукты τα γαλακτερά.
5. γαλακτόχρωμος, γαλακτώδης•молочный цвет γαλακτώδες (άσπρο) χρώμα.
6. ουσ. θ. -ая γαλακτοπωλείο, γαλατάδικο.7. το γαλακτερό.εκφρ.молочный брат – ομογάλακτος αδερφός•- ая сестра – ομογάλακτη αδερφή•- ые железы – οι γαλακτογόνοι αδένες•- ые зубы – οι γαλαξίες, οι νεογιλοί;•- ая сп-лость – το γαλάτωμα (γαλατσίδιασμα) των σιτηρών•- ые реки и кисельные берега – (στα παραμύθια)• ζωή χαρισάμενη του Αβραάμ και του Ισαάκ τα καλά.